Λεξικό Κουζίνας Η (Ήτα), Θ (Θήτα), Ι (Γιώτα)
Πηγή: https://www.olivemagazine.gr/ |
To olivemagazine.gr δημιούργησε ένα λεξικό γεύσης με όλα τα γράμματα της ελληνικής αλφαβήτου για να μην έχετε πια άγνωστες λέξεις στην κουζίνα.
Η (ήτα)
Ηδυοσµέλαιο: Το αιθέριο έλαιο του δυόσµου. Περιέχει
ως δραστικό συστατικό την καρβόνη (ποσοστό 50%).
Ηλιέλαιο: Το φυτικό λάδι (σπορέλαιο) που προέρχεται
από τους ηλίανθους.
Ηλιόσπορος: Τα ώριµα σπέρµατα του ηλίανθου,
helianthus annuus. Είναι πολύ καλή πηγή βιταµίνης Ε, µαγνησίου και σεληνίου.
Από αυτούς παράγεται το ηλιέλαιο. Τρώγονται χωρίς να έχουν απαραιτήτως ξεραθεί
και οι ξεροί πουλιούνται στην αγορά µε ή χωρίς αλάτι. Τα τελευταία χρόνια
βρίσκει κανείς τυποποιηµένους ανάλατους, καθαρισµένους ηλιόσπορους, οι οποίοι µπορούν
να καταναλωθούν ως έχουν ή να χρησιµοποιηθούν σε ψωµιά, µπισκότα, σαλάτες κ.λπ.
Ηλιοτρόπιο: Ελαιώδες φυτό της οικογένειας των
Σύνθετων, με προέλευση το Περού και το Μεξικό. Ονομάζεται και «ήλιος»
Καλλιεργείται σε πολλές χώρες για τους σπόρους του (ηλιόσπορους) από τους
οποίους βγαίνει το ηλιέλαιο.
Ημιαφρώδης: Ονομασία οίνου, ο οποίος λόγω της ύπαρξης
ζάχαρης κατά τη ζύμωσή του, γίνεται ελαφρώς αφρώδης κατά την εμφιάλωσή του.
Θ (θήτα)
Θράψαλο: Νόστιμο θαλασσινό (κεφαλόποδο μαλάκιο) που
μοιάζει αρκετά με το καλαμάρι. Έχει μακρύ σώμα, τριγωνικά πτερύγια στο πίσω
μέρος και αρκετά κοντά, μπράτσα πλοκαμοειδή όχι ανασταλτά, εφοδιασμένα με
βεντούζες (του καλαμαριού ξεχωρίζουν γιατί είναι αρκετά μακρύτερα). Τα
μικρότερα πλοκάμια του (οκτώ όπως και στα καλαμάρια) έχουν δυο σειρές από
βεντούζες. Το χρώμα του σώματος του θράψαλου είναι ροζ προς μοβ, ενώ του
καλαμαριού κοκκινωπό (λίγο ή πολύ έντονο), μερικές φορές με καφετιά σημάδια.Η
εµπορική τους αξία είναι πολύ µικρότερη από του καλαμαριού.
Θρούµπα ελιά Θάσου ΠΟΠ: Η ονοµασία µπορεί να
χρησιµοποιηθεί για τις επιτραπέζιες ελιές της ποικιλίας θρούµπα που ονοµάζεται
και θασίτικη. Ο καρπός συλλέγεται από το δένδρο στο στάδιο της πλήρους
ωρίµανσής του ακόµη και υπερώριµος. Πλένεται και προστίθεται χονδρό αλάτι σε
περιεκτικότητα 30%-40% κατ’ όγκον όταν το προϊόν τοποθετηθεί σε δεξαµενές για
ωρίµανση. Μετά από πάροδο 30-40 ηµερών έχει επιτευχθεί η ωρίµανση και το προϊόν
είναι έτοιµο για κατανάλωση.
Θρούμπι (τραγορίγανος, θρύµπα, θρούµπα, θρύµβα, θύµβρα,
θύµβρη, θύµβρον, satureja thryba): Αρωματικό φυτό της οικογένειας των
Χειλανθών, το οποίο κατάγεται από την Ανατολική Ευρώπη. Το άρωμά του θυμίζει
μέντα και θυμάρι συγχρόνως. Η ονοµασία τραγορίγανος προέρχεται µάλλον από το
γεγονός ότι θεωρούσαν τα είδη της Μικράς Ασίας, στην οποία αφθονούσε, ως την
πραγµατική ρίγανη, ενώ παράλληλα είναι ένα φυτό που αρέσει στους τράγους. Το
θρούµπι είναι αυτοφυές της Μεσογείου µε γεύση πιο µαλακιά από τη ρίγανη. Ο
Διοσκουρίδης (1ος αι. µ.Χ.) αναφέρει θρυµβίτη οίνο. Στη νεοελληνική κουζίνα
χρησιµοποιείται σε συνταγές µε κυνήγι και στα ψητά. Αρωµατίζει κυκλαδίτικα
τυριά. Οι τσικουδοπαραγωγοί το βάζουν στα ρακοκάζανα για να αρωµατίσουν την
τσικουδιά. Επίσης, αποξηραμένο ταιριάζει εξαιρετικά σε ψητά κρέατα και
πουλερικά ή σχάρας ενώ, φρέσκο, συνοδεύει εξαιρετικά τις σαλάτες.
Θυμάρι (θύµος, θύµιος, thymus vulgaris): Φυτό το
οποίο ανήκει στην οικογένεια των Χειλανθών με μικρά γκριζοπράσινα φυλλαράκια
που περιέχουν ένα αιθέριο έλαιο με πολύ έντονο άρωμα και αντισηπτικές
ιδιότητες. Ενα από τα πιο αγαπητά αρωµατικά στην Ελλάδα, σε ανθρώπους αλλά και
στις µέλισσες, που από το θυµάρι δίνουν ένα από τα καλύτερα µέλια παγκοσµίως.
Στην Ελλάδα υπάρχουν 23 αυτοφυή είδη του. Αποτελεί για τη μαγειρική το πιο
βασικό μυρωδικό και καρύκευμά της. Στη σύγχρονη κουζίνα χρησιµοποιείται στο
κάπνισµα κρεάτων και ως αρωµατικό για ελιές, κρεατικά, πουλερικά, ψάρια.
Ταιριάζει σε σαλάτες, τυριά κ.ά.
Θερμίδα: Ο όρος αυτός αντιπροσωπεύει τη μονάδα
μέτρησης η οποία χρησιμοποιείται στη διατροφή και προσδιορίζει τη μέτρηση του
ενεργειακού περιεχομένου των τροφών και των αναγκών του οργανισμού. Τα
μεταλλικά άλατα και οι βιταμίνες δεν περιέχουν θερμίδες. Για μία ισορροπημένη
διατροφή, ο αριθμός των θερμίδων που καταλαμβάνει ημερησίως κάθε οργανισμός δεν
θα πρέπει να ξεπερνά ένα συγκεκριμένο όριο, που εξαρτάται από την ηλικία, το
φύλο, τη δουλειά και τη σωματική δραστηριότητα του καθενός. Η κατάχρηση
περισσοτέρων θερμίδων, μπορεί να επιφέρει παχυσαρκία ή καρδιοαγγειακή ασθένεια.
Θερμική αποστείρωση: Τεχνική συντήρησης μεγάλης
διάρκειας με τη μέθοδο της αποστείρωσης ενός τροφίμου σε θερμοκρασία μεγαλύτερη
από τους 100οC. Η θερμική αποστείρωση καταστρέφει όλους τους μικροοργανισμούς
και τις τοξίνες ενός τροφίμου και επιτρέπει για περισσότερο καιρό τη συντήρησή
του. Ωστόσο οι συσκευασίες των προϊόντων που έχουν υποστεί αυτή την επεξεργασία
αναγράφουν στις ετικέτες τους την ένδειξη ανάλωσης κατά προτίμηση έως μία
συγκεκριμένη ημερομηνία.
Θρεπτική αξία: Είναι το σύνολο των θρεπτικών
ιδιοτήτων των τροφίμων που εκφράζονται αντικειμενικά σε υδατάνθρακες,
πρωτεΐνες, λίπη, βιταμίνες και μεταλλικά στοιχεία. Έτσι ανάλογα με το τι
εμπεριέχουν σε μεγαλύτερο βαθμό χωρίζουμε τις τροφές σε «ωφέλιμες για την
υγεία», «παχυντικές» και «βιταμινούχες».
Θύννος ή τον(ν)ος: Οι τόνοι είναι κοπαδιαστά ψάρια,
ταχύτατα, που φτάνουν τα 80 χλµ. την ώρα, µε πολύ νόστιµο κρέας και µεγάλη
εµπορική αξία. Υπάρχουν επτά είδη αλλά στις ελληνικές θάλασσες ζουν µόνο τα
δύο, ο άσπρος και ο κόκκινος. Ο άσπρος τόνος ή µακρόπτερος (thunnus alalunga)
είναι µάλλον ο πιο γνωστός στους Ελληνες ψαράδες. Το µήκος του µπορεί να φτάσει
τους 140 πόντους και το βάρος του τα 42 κιλά. Από το κρέας του παρασκευάζονται
οι εκλεκτότερες κονσέρβες τόνου (white meat tuna) και ο γνωστός τόνος
Αλοννήσου. Το άλλο είδος είναι ο κόκκινος τόνος, αγαπηµένος των Ιαπώνων και
λόγω αυτού στα πρόθυρα της εξαφάνισης. Ο κόκκινος τόνος (thunnus thynnous)
είναι ο µεγαλύτερος του είδους, που µπορεί να ξεπεράσει τα 4,5 µέτρα σε µήκος
και το βάρος του να φτάσει τα 700 κιλά.
Ι (γιώτα)
Ιλλίκιο: Θάμνος που κατάγεται από την Άπω Ανατολή, ο
καρπός του οποίου ονομάζεται αστεροειδής γλυκάνισο. Έχει αστεροειδή σχήμα με
οκτώ θηκούλες και περιέχουν σπόρους με γεύση γλυκάνισου, ελαφρώς πιο πιπεράτου.
Ιλ φλοτάν: Ελαφρύ γλύκισμα το οποίο παρασκευάζεται
από ασπράδια αβγού και ζάχαρη, ψημένα σε μπεν-μαρί. Στη συνέχεια το
παρασκεύασμα επικαλύπτεται με λιωμένη καραμέλα και διακοσμείται με
καβουρδισμένα αμύγδαλα, ψιλοκομμένη πραλίνα ή ξύσμα λεμονιού.
Ιµάµ µπαϊλντί: Tο φαγητό που προκάλεσε λιποθυµία στον
ιµάµη εξαιτίας της γεύσης του ή της ποσότητας λαδιού που χρησιµοποίησε η
γυναίκα του, πρώτη φορά καταγράφεται το 1844, στο καταφύγιο των µαγείρων του
Mehmed Kamil. Σε παλιούς ελληνικούς οδηγούς µαγειρικής κάποιες φορές
εµφανίζεται ως µελιτζάνες ιµάµ µπαϊλντί κατά τον τουρκικό τρόπο, συνήθως όµως
σκέτα ιµάµ µπαϊλντί. Από τα πλέον λαδερά φαγητά της τουρκικής και ελληνικής
κουζίνας. Στην αυστηρά νηστίσιµη εκδοχή του φαγητού, το λάδι αντικαθίσταται µε
ταχίνι.
Ίνα: Τμήμα από φυτική τροφή που απορροφάται από το
ανθρώπινο έντερο, το οποίο αποτελείται από κυτταρίνη, αιμοκυτταρίνη και γενικά
από συστατικά τα οποία διευκολύνουν όλη την εντερική λειτουργία. Τα πλήρη
δημητριακά, τα λαχανικά και τα φρούτα είναι τροφές πολύ πλούσιες σε ίνες.
Ιονισμός: Διαδικασία συντήρησης των τροφίμων μέσω
ακτίνων Χ. Η συγκεκριμένη διαδικασία εμποδίζει την αναπαραγωγή εντόμων,
εξαλείφει τους παθογόνους μικροοργανισμούς και παρατείνει τη διάρκεια ζωής των
τροφίμων. Έχει όμως και αρκετά αρνητικά αποτελέσματα, καθώς τα αποδυναμώνει από
τις βιταμίνες τους.
Ιπποφαές: Το όνοµά του είναι Hippophae L. rhamnoides.
Καλλιεργείται για την παραγωγή καρπών εδώ και δεκαετίες στην Ευρώπη και την
Ασία, αλλά και ως φυτό για την προστασία των επικλινών εδαφών από τη διάβρωση.
Πλέον ανήκει στην κατηγορία των υπερτροφών και κατά την τελευταία δεκαπενταετία
έχει εκδηλωθεί µια πραγµατική λατρεία γι’ αυτό σε πολλές χώρες. Η πρώτη
βιοµηχανία µεταποίησης των προϊόντων του ιπποφαούς ιδρύθηκε στη ρωσική πόλη
Bisk το 1940, όταν ήδη είχαν γίνει γνωστές οι πολύτιµες ιδιότητες των καρπών,
των σπόρων, των φύλλων και του φλοιού του.
Ισλί (ιτσλί): Είναι ηµισιροπιαστό ποντιακό γλυκό µε
ρίζες από την Καππαδοκία της Μικράς Ασίας. Ηταν ένα από τα δηµοφιλέστερα
κεράσµατα των Καραµανλήδων την εποχή των Χριστουγέννων ή το Πάσχα και έγινε
γνωστό στη Μακεδονία µέσα από τις ανταλλαγές πληθυσµών, από το 1923 και ύστερα.
Το όνοµά του σηµαίνει στα τούρκικα «δουλεµένο», καθώς παρασκευάζεται εξ
ολοκλήρου στο χέρι. Στην όψη µοιάζουν µε τα µελοµακάρονα, αλλά τα υλικά τους
διαφέρουν: έχουν γάλα και βούτυρο και είναι γεµιστά µε καρύδια και
κανελογαρίφαλα.
Ιχθυέλαια: Είναι ιδιαίτερα πλούσια σε πολυακόρεστα
λιπαρά οξέα και οξειδώνονται γρήγορα. Χρησιµοποιούνται για την παραγωγή
µαγειρικών λιπών και µαργαρίνης αφού προηγουµένως υδρογονωθούν και
εξευγενιστούν. Το µουρουνέλαιο ανήκει στην κατηγορία των φαρµακευτικών
σκευασµάτων λόγω της µεγάλης περιεκτικότητας σε βιταµίνες Α και D.
Ιχνοστοιχεία: Απλά χημικά στοιχεία, τα οποία ενώ
αποτελούν ένα μικρό ποσοστό από τα συστατικά τα οποία συνθέτουν ένα ζωντανό
οργανισμό είναι απαραίτητα για την ανάπτυξη και την εξέλιξη του.
Ιώδιο: Ιχνοστοιχείο απαραίτητο στη διατροφή. Τροφές
πλούσιες στο συγκεκριμένο ιχνοστοιχείο είναι τα ψάρια και τα θαλασσινά, το
κρεμμύδι, το σκόρδο, το γάλα και το ψωμί.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου